Factory

επιθεώρηση για τους μητροπολιτικούς ανταγωνισμούς

εμείς, αυτοί και η κρίση του χρέους

leave a comment »

Η παγκόσμια οικονομική κρίση των τελευταίων ετών –μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις του καπιταλισμού μετά τη βιομηχανική επανάσταση- εμφανίζεται πλέον ως κρίση των δημόσιων οικονομικών ή κρίση του χρέους. Η Ελλάδα ήταν η χώρα που πρωταγωνίστησε σε αυτό το παγκόσμιο «δράμα» μέχρι τώρα, αλλά αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες. Η οικονομική κρίση με τη μορφή της κρίσης του χρέους παρέχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι προσδένει την εργατική τάξη στα συμφέροντα του κεφαλαίου μέσω της ιδεολογίας του «εθνικού συμφέροντος».

Η οικονομική κρίση, όποια μορφή κι αν παίρνει, αποτελεί μια κρίση αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης. Όσο κι αν δυσκολεύονται τα αφεντικά σε διεθνές επίπεδο, θα προσπαθήσουν να λύσουν την κρίση αυτή υπέρ τους, μέσω μιας ανακατανομής πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο. Για αυτούς η κρίση είναι μια ευκαιρία να ολοκληρώσουν αναδιαρθρωτικές διαδικασίες που συστηματικά προωθούσαν την τελευταία εικοσαετία. Και πράγματι, τους τελευταίους μήνες με άξονα την πολιτική του χρέους, γινόμαστε μάρτυρες μιας επίθεσης που εξαπολύεται ενάντια στους εκμεταλλευόμενους, επίθεση που κατά τα φαινόμενα θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. Ωστόσο, η οικονομική κρίση παρέχει και σε μας, τους από τα κάτω, μια ευκαιρία: την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής σχέσης στο σύνολό της.

Η δημοσιονομική πολιτική μέσα από μια ταξική σκοπιά

Στο παρόν τμήμα του κειμένου θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε το ζήτημα του δημόσιου χρέους με τον κοινωνικό ανταγωνισμό, επιχειρώντας μια πρώτη απομυστικοποίηση εννοιών με τις οποίες βομβαρδιζόμαστε τον τελευταίο καιρό.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν μιλάμε για δημοσιονομική κρίση ή κρίση του χρέους αυτή αναφέρεται στα δημόσια οικονομικά, στα οικονομικά δηλαδή του κράτους. Η δημοσιονομική πολιτική σχετίζεται με τη διάρθρωση της αναλογίας κρατικών εσόδων- εξόδων. Δημοσιονομικό έλλειμμα προκύπτει στον προϋπολογισμό μιας χρονιάς όταν τα κρατικά έξοδα υπερβαίνουν τα έσοδα. Τα συσσωρευμένα ελλείμματα των προηγούμενων χρόνων δημιουργούν το δημόσιο χρέος, δηλαδή το κράτος δανείζεται με σκοπό την κάλυψη του προϋπολογισμού. Ο δανεισμός γίνεται με την έκδοση κρατικών ομολόγων. Τα ομόλογα πιστοποιούν ότι το κράτος θα ξεπληρώσει το χρέος του μακροπρόθεσμα (π.χ. σε δέκα χρόνια), ενώ στο μεσοδιάστημα οι δανειστές-αγοραστές των ομολόγων κερδίζουν από τους ετήσιους τόκους του δανεισμού. Επειδή τα ομόλογα είναι ευκολομεταβιβάσιμα και λειτουργούν ως ισόποσο μετρητό χρήμα, γενικά η επένδυση σε κρατικά ομόλογα αποτέλεσε μια σχετικά ασφαλή και κερδοφόρα επένδυση για το κεφάλαιο, ειδικά σε περιόδους ύφεσης, όταν στερεύουν τα πεδία κερδοφόρων επενδύσεων.

Τα δημόσια έσοδα προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη φορολογία, άμεση και έμμεση. Στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από την έμμεση, π.χ. φόρος προστιθέμενης αξίας στα διάφορα προϊόντα (ΦΠΑ), που επιβαρύνει εξίσου όλους ανεξαρτήτως εισοδήματος. Περεταίρω, το βάρος της άμεσης φορολόγησης το επωμίζονται σε μεγάλο βαθμό οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή που παρατηρείται στην Ελλάδα, αλλά αντικατοπτρίζει μια γενικότερη τάση της φορολογικής πολιτικής των δυτικών κρατών από το ’70 και μετά, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των ’90ς (υποτίθεται ότι η ελαττωμένη φορολόγηση του κεφαλαίου βοηθά στην «ανάπτυξη»). Τα δημόσια έξοδα σχετίζονται με δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, για προσωπικό, για μεταβιβαστικές πληρωμές (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία) και επιδοτήσεις (π.χ. επιδόματα ανεργίας). Στα δημόσια έξοδα συγκαταλέγονται και οι δαπάνες για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.

Η κλασσική νεοφιλελεύθερη συνταγή για τη μείωση του ελλείμματος και του χρέους ευαγγελίζεται τη μείωση των δημόσιων δαπανών, ως απαραίτητο μέτρο για την εξυγίανση της εθνικής οικονομίας. Είναι όμως πράγματι οι δημόσιες δαπάνες αντιπαραγωγικές (παραβλέποντας προς στιγμήν την όλη συζήτηση που χωρά το ζήτημα παραγωγικός- μη παραγωγικός), είναι δηλαδή «στρεβλώσεις» που διαταράσσουν την λειτουργία της οικονομίας; Γιατί μπορούμε να δούμε τις δημόσιες δαπάνες κι αλλιώς, ανάλογα με τις λειτουργίες που εξυπηρετούν. Δαπάνες όπως κατασκευή οδικού δικτύου, σιδηροδρόμων, τηλεπικοινωνίες, έρευνα, επενδύσεις εκτός συνόρων επηρεάζουν άμεσα την κερδοφορία του κεφαλαίου. Μέσω του κράτους, το κόστος των παραπάνω, που σχετίζονται με τα διάφορα στάδια παραγωγής και πώλησης των εμπορευμάτων, κοινωνικοποιείται, δηλαδή αποδίδεται σε όλη τη μάζα των φορολογούμενων, εξασφαλίζοντας έτσι την αυξημένη κερδοφορία του κεφαλαίου. Δαπάνες όπως σύστημα υγείας, ασφάλιση είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του κεφαλαίου, καθώς εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης –επαρκή αριθμό ατόμων κατάλληλων για εργασία- ή την αυξημένη παραγωγικότητα (εκπαιδευτικό σύστημα) χωρίς να επιβαρύνουν τους μεμονωμένους καπιταλιστές. Τέλος, η συντήρηση των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού μπορεί να μη σχετίζεται άμεσα με την κερδοφορία, αλλά δημιουργεί το απαραίτητο πλαίσιο ασφάλειας μέσα στο οποίο διαρθρώνεται η καπιταλιστική σχέση.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το κράτος έχει συγκεκριμένη θέση μέσα στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Πρώτον, επωμίζεται και κοινωνικοποιεί το βάρος εξόδων (επενδυτικές δαπάνες και δαπάνες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) που αλλιώς θα έπεφταν στις πλάτες των μεμονωμένων καπιταλιστών. Δεύτερον, μέσω του δημόσιου χρέους το κεφάλαιο κερδίζει από το δανεισμό του κράτους, το κόστος του οποίου επίσης κοινωνικοποιείται. Επειδή αυτά τα ξέρουν και οι καπιταλιστές, σήμερα δε γίνεται λόγος για τη μείωση του ελλείμματος και του χρέους γενικά και αόριστα, αλλά προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αύξηση της έμμεσης φορολογίας, γεγονός που μεγαλώνει τη φορολογική επιβάρυνση της εργατικής τάξης. Μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα, που αναπόφευκτα θα συμπαρασύρει και τον ιδιωτικό, μειώνοντας το συνολικό κόστος της εργασίας για το κεφάλαιο. Τέλος, ελάττωση των κοινωνικών παροχών, η οποία επιχειρείται με διάφορους τρόπους (π.χ. αναδιάρθρωση ασφαλιστικού, υποχρηματοδότηση συστήματος υγείας). Αυτή η επιχειρούμενη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους ασκεί μια πίεση στην εργατική τάξη να αναλάβει το κόστος της αναπαραγωγής της μόνη της. Σαν συμπέρασμα, βλέπουμε σήμερα τη δημοσιονομική πολιτική να χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση μιας μεταφοράς πλούτου από την εργατική τάξη στο κεφάλαιο.

Άνοδος του δημόσιου χρέους: μια ιστορική ανασκόπηση

Σε απόλυτη αντιστοιχία με τα παραπάνω, στη συνέχεια θα δούμε ιστορικά την άνοδο του ελλείμματος και του χρέους μέσα στα πλαίσια της δημοσιονομικής πολιτικής όχι ως μια αυτόνομη διαδικασία, αλλά ως αποτύπωση της κοινωνικής/ταξικής ισορροπίας στο επίπεδο του κράτους.

Από τα τέλη του ’60 και έπειτα εκδηλώνεται σε διεθνές επίπεδο μια πληθώρα κινημάτων, μέσα και έξω από την παραγωγή. Κοπάνες, σαμποτάζ, μεγάλες απεργίες και γενικευμένη εργασιακή απειθαρχία σε συνδυασμό με το γυναικείο κίνημα, το κίνημα των μαύρων, το οικολογικό, το αντιαποικιακό κ.α. θέτουν τον καπιταλισμό σε όλο και μεγαλύτερη αμφισβήτηση, μπλοκάροντας ταυτόχρονα την καπιταλιστική συσσώρευση (μεγάλη οικονομική κρίση του ’70). Η ελλάτωση της εκμεταλλευσιμότητας της εργατικής τάξης, δηλαδή της ικανότητας του κεφαλαίου να αποσπά κέρδη από αυτή, εκφράζεται μέσω της αύξησης του άμεσου κόστους εκμετάλλευσης με τη μεγάλη αύξηση των μισθών. Εκφράζεται επίσης με την αύξηση του έμμεσου κόστους εκμετάλλευσης και τις διεκδικήσεις γύρω από τις κοινωνικές παροχές. Οι κρατικές κοινωνικές δαπάνες ικανοποίησαν σε ένα βαθμό τις απαιτήσεις που εκδηλώθηκαν από τα κάτω από τα τέλη του ’60, αυξάνοντας και τον κοινωνικό μισθό πέρα από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών. Οι κοινωνικές παροχές ήταν προϊόν των κοινωνικών αγώνων, άρα και κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Ωστόσο ήταν επίσης απαραίτητες στο κεφάλαιο προκειμένου να χειριστεί μια ανυπότακτη εργατική δύναμη στην προσπάθειά του να «ενσωματώσει» τους παραπάνω αγώνες. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, καθώς η αύξηση των δαπανών δεν συνοδεύτηκε από αύξηση της φορολόγησης του κεφαλαίου –το αντίθετο μάλιστα- δημιουργήθηκαν ελλειμματικοί προϋπολογισμοί που καλύφθηκαν από την επέκταση του χρέους. Η επέκταση του δημόσιου χρέους αποτέλεσε ένα μέσο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, ειδικά σε περιόδους που η κερδοφορία στη σφαίρα της παραγωγής υπήρξε μειωμένη. Έτσι, άνοδος των δημόσιων ελλειμμάτων και του χρέους παρατηρείται στην πλειοψηφία των αναπτυγμένων κρατών από τις αρχές του ’70. Παρά τη νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση, που αρχίζει από το τέλος της δεκαετίας του ’70, οι δημόσιες δαπάνες με κοινωνική κατεύθυνση συνεχίζουν να αυξάνονται. Μαζί με τους τόκους του διογκούμενου δημόσιου χρέους αποτελούν τους κύριους λόγους αδυναμίας μείωσης των δημόσιων δαπανών. Ταυτόχρονα ακολουθούνται φορολογικές πολιτικές οι οποίες όλο και περισσότερο απαλλάσσουν το κεφάλαιο από τα φορολογικά βάρη.

Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, το μετεμφυλιακό πολιτικό σκηνικό και αργότερα η  στρατιωτική χούντα κατόρθωναν να πειθαρχούν επαρκώς την εργατική τάξη εξασφαλίζοντας πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μειωμένα δημόσια ελλείμματα. Η μεγάλη αύξηση του δημόσιου ελλείμματος και ακολούθως του χρέους αρχίζει από το ’81 και μετά. Η πληθώρα των αγώνων της μεταπολίτευσης είχε οδηγήσει στην άνοδο των μισθών και στη μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Οι αυξήσεις των μισθών είναι ακόμα μεγαλύτερες με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 (χαρακτηριστικά το κατώτατο ημερομίσθιο αυξάνεται κατά 48% το 1982). Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται κατά πολύ καθώς δημιουργείται το ΕΣΥ, επεκτείνεται η κοινωνική ασφάλιση, αυξάνεται ο αριθμός των μισθωτών του δημόσιου τομέα (40% του συνόλου των μισθωτών μέχρι τα τέλη του ’80). Το ιδιωτικό κεφάλαιο δε φορολογείται περισσότερο ώστε να δημιουργηθούν τα έσοδα που θα κάλυπταν τις αυξημένες δαπάνες, ενώ η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Επομένως, σε συνθήκες επαπειλούμενης κοινωνικής ειρήνης βλέπουμε το κράτος να απαντά με τη δημιουργία ενός υποτυπώδους κράτους πρόνοιας και ανοίγοντας τον δρόμο προς την κατανάλωση για μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια, τα οποία προηγουμένως ήταν αποκλεισμένα στο κοινωνικό περιθώριο. Η αύξηση της κατανάλωσης θα οδηγούσε στην έξοδο από την ύφεση, δηλαδή στην αποκατάσταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου (εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά με τη μεταπολεμική Δύση, όπου οι κεϋνσιανές πολιτικές συνυπήρχαν με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης). Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλάμε για καμιά «σπατάλη» αλλά μόνο για την αναγκαία πολιτική διαχείριση μιας εύθραυστης ισορροπίας δυνάμεων που είχε επιτευχθεί κατά τη μεταπολίτευση. Η «ενσωμάτωση» διευρυμένων κοινωνικών κομματιών στον εθνικό κορμό ήταν αυτή που εξασφάλισε την κοινωνική ειρήνη. Με αυτόν τον τρόπο κληροδοτήθηκε μια σειρά χαρακτηριστικών που επιβιώνουν μέχρι σήμερα: σχετική δύναμη της εργατικής τάξης στο δημόσιο τομέα, το διορισμό στο δημόσιο ως μέσο άσκησης κοινωνικής πολιτικής κοκ.

Η αύξηση του δημόσιου χρέους (από 22,9% του ΑΕΠ το 1980 σε 47,8%  το 1985) χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τις πολιτικές λιτότητας κατά τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ με την εφαρμογή του Προγράμματος Σταθερότητας (1986-1987). Η ιδεολογική χρήση, επομένως, του δημόσιου χρέους με σκοπό την πειθάρχηση των εργαζομένων είναι μια παλιά ιστορία -τότε βέβαια η υποτίμηση της δραχμής παρείχε ένα επιπλέον μέσο για την έξοδο από την κρίση, πέρα από τις άμεσες μειώσεις των μισθών. Η επίθεση στην εργασία και τότε πάτησε πάνω στο διαχωρισμό των εργαζομένων μιλώντας για υψηλόμισθους, «καβαντζωμένους» δημόσιους υπαλλήλους, που δε δουλεύουν και συντηρούν τα προνόμιά τους κτλπ. Λίγο-πολύ αυτά που ακούγονται και σήμερα, λες και δεν ξέρουμε ότι η χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα θα ακολουθηθεί από αντίστοιχη στον ιδιωτικό, πόσο μάλλον επειδή οι εργαζόμενοι στο δεύτερο είναι πολύ πιο ευάλωτοι. Οι απεργιακοί αγώνες της περιόδου, με το δημόσιο τομέα να πρωτοστατεί (ΔΕΚΟ, εκπαιδευτικοί, εργοστασιακά σωματεία) καταφέρνουν να ανακόψουν σε μεγάλο βαθμό τα σχέδια των από τα πάνω για μειώσεις μισθών. Το έλλειμμα συνεχίζει να αυξάνεται με τις δημόσιες δαπάνες να ξεπερνούν για πρώτη φορά το 50% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος το 1990 να φθάνει το 79,6%.

Από τη δεκαετία του ’90 έχει αρχίσει η αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού μέσα από τη διεθνοποίηση. Συγκράτηση των μισθών και συντάξεων του δημόσιου τομέα ταυτόχρονα με αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, προώθηση της ευελιξίας της εργασίας, καταστρατήγηση δικαιωμάτων, μειώσεις μισθών και κοινωνικών παροχών. Ταυτόχρονα γίνεται η προώθηση και η εκμετάλλευση διαιρέσεων ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζόμενους: διακρίσεις του τύπου «νέος-παλιός», μεγαλύτερη είσοδος γυναικών στην αγορά εργασίας και κυρίως χρήση της ιδιαίτερα υποτιμημένης εργασίας των μεταναστών. Με όλα αυτά επιτεύχθηκε η συμπίεση του κόστους της εργασίας, καθώς το επίπεδο ζωής  διατηρούνταν σε ικανοποιητικά επίπεδα για αρκετούς  μέσω του ιδιωτικού δανεισμού. Η επίθεση στην εργασία μέσω των πολιτικών λιτότητας έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα της «ανάπτυξης» για κάποια χρόνια με πολύ υψηλούς ρυθμούς, δηλαδή την αύξηση της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας που παρατηρήθηκε μεταξύ 1996-2004. Παρόλο που το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 45% μέσα σε δέκα χρόνια, το δημόσιο χρέος διατηρείται γενικά υψηλό (ενδεικτικά 1995 και 2004 108% ΑΕΠ, 2008 97% ΑΕΠ) και συνδυάζεται με μεγάλο και χρόνιο έλλειμμα του προϋπολογισμού. Κύριο ρόλο στην αδυναμία μείωσης του ελλείμματος φαίνεται πως παίζουν και οι δαπάνες για τόκους προς τους κατόχους των ομολόγων του συσσωρευμένου χρέους, αλλά κυρίως η συστηματική υστέρηση των φορολογικών εσόδων –που γίνεται για την εξασφάλιση μεγαλύτερου κέρδους για το κεφάλαιο. Η σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις από 40% το 1981 σε 25%  το 2007 συνδυάζεται με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Αυτό το τελευταίο σταθερό χαρακτηριστικό δεν οφείλεται στην ελληνική «λαμογιά» όπως συχνά λέγεται, αλλά σε μια συγκεκριμένη συμμαχία όλων των ελληνικών κυβερνήσεων με το μικρομεσαίο κεφάλαιο, χωρίς την οποία –μέσα σε συνθήκες πλέον διεθνούς ανταγωνισμού- το τελευταίο κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τα έβγαζε πέρα.

Συμπερασματικά, το ελληνικό κράτος, λόγω της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, έχει μια μακρόχρονη ιστορία συνεχώς υψηλού δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με υψηλό δημόσιο έλλειμμα. Από τη μεταπολίτευση και μέχρι τη δεκαετία του ’90, τα διογκούμενα δημόσια ελλείμματα χρηματοδοτούνταν μέσω των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να δεσμεύουν ένα μέρος των καταθέσεών τους για την αγορά κρατικών ομολόγων ή για την απευθείας χρηματοδότηση του δημοσίου, και μέσω απευθείας χρηματοδότησης από την Κεντρική Τράπεζα. Μετά την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσα στη δεκαετία του ’90, για την κάλυψη του ελλείμματος και ακολούθως του χρέους, το κράτος είναι υποχρεωμένο να δανείζεται  από τις αγορές κεφαλαίου με όρους αγοράς όπως οποιοσδήποτε άλλος καπιταλιστής και όχι απευθείας από την Κεντρική Τράπεζα ή με προνομιακούς όρους από τις εμπορικές τράπεζες.

Το δημόσιο χρέος στην τωρινή συγκυρία

Τι ήταν όμως αυτό που πυροδότησε την κρίση του χρέους του ελληνικού κράτους που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας τους τελευταίους μήνες; Εξ’ αρχής πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η ελληνική κρίση του χρέους δεν είναι μεμονωμένη αλλά διαρθρώνεται με τη διεθνή οικονομική κρίση του 2008-2009. Αυτή ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική κρίση στο τέλος του 2007. Καθώς μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο δανεισμός έγινε πιο δύσκολος, οι επενδύσεις ελαττώθηκαν με αποτέλεσμα μια οξεία οικονομική ύφεση σε παγκόσμιο επίπεδο με μεγάλη αύξηση της ανεργίας και σημαντική πτώση του ΑΕΠ από 4,5 έως και 7%. Η διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από ολική κατάρρευση έγινε δυνατή μόνο μετά από παρέμβαση των κρατών, τα οποία κρατικοποίησαν μεγάλο μέρος των χρεών του τραπεζικού τομέα. Ο συνδυασμός των παραπάνω, δηλαδή οι δαπάνες για τη διάσωση των τραπεζών (με κόστος 11,5% ΑΕΠ για την Ελλάδα), τα πακέτα στήριξης των οικονομιών που εφάρμοσαν τα κράτη (με κόστος 10,9% ΑΕΠ για την Ελλάδα), τα μειωμένα έσοδά τους από φόρους και εισφορές εξαιτίας της ύφεσης και τα αυξημένα έξοδα λόγω των επιδομάτων ανεργίας δημιούργησαν αυξημένα ελλείμματα στο σύνολο σχεδόν των ανεπτυγμένων (και όχι μόνο) χωρών. Το αποτέλεσμα ήταν μια έκρηξη του δημόσιου δανεισμού μέσα σε ένα περιβάλλον «σφιχτού χρήματος» λόγω της προηγηθείσας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι διεθνείς επενδυτές έγιναν πιο επιλεκτικοί, προτιμώντας ασφαλείς επενδύσεις με περιορισμένο ρίσκο. Σε αυτό το πλαίσιο χώρες οι οποίες δε θεωρούνται επαρκώς «αξιόπιστες» αδυνατούν να αντλήσουν κεφάλαια ή είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο σε σχέση με πριν.

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας για το 2009 ήταν 115% του ΑΕΠ συνοδευόμενο από ένα μεγάλο δημόσιο έλλειμμα 12,9% του ΑΕΠ. Ο μέσος όρος στη ζώνη του ευρώ ήταν 78% και 6,5% αντίστοιχα, με ανοδικές τάσεις. Μέσα σε αυτή τη διεθνή συγκυρία η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας υποβαθμίστηκε (από διεθνείς οργανισμούς αξιολόγησης) με αποτέλεσμα την άνοδο των περιβόητων spread, δηλαδή τη διαφορά των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται η Ελλάδα, σε σχέση με τα επιτόκια με τα οποία δανείζεται η Γερμανία. Η μεγάλη άνοδος των spreads επιβάρυνε κατά πολύ το κόστος δανεισμού και την εξυπηρέτηση του χρέους και έκανε αδύνατη τη χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους από τις διεθνείς αγορές. Έτσι το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να προσφύγει στην ΕΕ και τελικά στο ΔΝΤ για δανεισμό.

Η κερδοσκοπία ή η πολιτική στόχευση κατά της Ελλάδας ή της Ευρώπης ενοχοποιούνται συχνά για την άνοδο των spreads που οδήγησε στην κρίση του χρέους. Εντάξει, κερδοσκοπικά παιχνίδια σαφώς και παίζονται -και μάλιστα εξ’ ορισμού μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα που έχει για μόνο στόχο το κέρδος- επιβαρύνοντας περεταίρω την κατάσταση, αλλά δεν είναι αυτά που βρίσκονται στη ρίζα του προβλήματος.

Κανένας δεν την πέφτει στο «δύστυχό» μας κράτος. Η δυσκολία του ελληνικού κράτους να εξασφαλίσει τα απαραίτητα δάνεια για την κάλυψη του χρέους με «λογικούς» όρους αντανακλά τον αυξημένο κίνδυνο αδυναμίας αποπληρωμής εκ μέρους της Ελλάδας σε μία δύσκολη διεθνή συγκυρία. Η άνοδος των spreads αντανακλά την κρίση αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους. Αξιοπιστία ότι θα καταφέρει να πειθαρχήσει επαρκώς το εργατικό δυναμικό του στα χρόνια που έρχονται. Πράγματι, η «αναδιάρθρωση» στην Ελλάδα δεν προχωρά τα τελευταία χρόνια με τους απαιτούμενους ρυθμούς, δεν είμαστε όσο παραγωγικοί θα έπρεπε για το κεφάλαιο. Αυτά εκφράζονται με οικονομικούς όρους με την πτώση της κερδοφορίας του κεφαλαίου από το 2006 και μετά, με τη συνεχή επιβράδυνση της παραγωγικότητας της εργασίας από το 2004 και μετά, με τη μεγαλύτερη αύξηση των μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα, με την αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Επίσης οι δημόσιες δαπάνες που έχουν κοινωνική κατεύθυνση (εκπαίδευση, επιδόματα, συντάξεις) αλλά και οι μισθοί του δημοσίου αυξάνονται συνεχώς την τελευταία δεκαετία. Ίσως όμως δεν χρειάζονται τα οικονομικά στοιχεία για να μας πείσουν. Στο παρελθόν μια σειρά από αμυντικούς αγώνες υπεράσπισης των «κεκτημένων» έχουν εμποδίσει αποτελεσματικά την αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης στην Ελλάδα. Βέβαια οι αγώνες αυτοί στην πλειοψηφία τους δεν ήταν επαναστατικοί, στο βαθμό που κινούνταν πάντα εντός της καπιταλιστικής σχέσης, συνήθως διαμεσολαβούνταν από τις πιο ξεπουλημένες εργατικές ηγεσίες και συχνά είχαν μόνο συντεχνιακό χαρακτήρα. Πιο πρόσφατα, μεταρρυθμίσεις όπως του ασφαλιστικού και του εκπαιδευτικού έχουν βρει σθεναρή αντίσταση με απεργίες, μαζικές πορείες κτλπ. Ιδιαίτερα μετά το Δεκέμβρη του 2008 η γενικευμένη κοινωνική αναταραχή είναι για την Ελλάδα μια υπολογίσιμη πιθανότητα (τόσο από τη μεριά του κράτους και των αφεντικών, όσο και από τη δική μας). Η μεγαλειώδης πορεία του φετινού Μαΐου με διακόσιες χιλιάδες άτομα να πολιορκούν την Βουλή αποτελεί το πιο τρανό παράδειγμα.

Για όλους αυτούς τους παραπάνω λόγους το ελληνικό κράτος ήταν το πρώτο που βυθίστηκε στην κρίση των δημόσιων οικονομικών. Παρά όμως την προπαγάνδα των ευρωπαϊκών ΜΜΕ ότι αυτό οφείλεται σε κάποιο είδος ελληνικής «τεμπελιάς» -μια συντονισμένη προσπάθεια διαχωρισμού της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης- φαίνεται πλέον ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Σήμερα όλα σχεδόν τα κράτη του ΟΟΣΑ βρίσκονται κοντά στην δημοσιονομική κρίση, σαν συνέπεια της προσπάθειάς τους να αντιμετωπίσουν μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία του καπιταλισμού. Με την παγκόσμια οικονομία να δείχνει ασθενή μόνο σημάδια ανάκαμψης και οπωσδήποτε όχι μόνιμα, φαίνεται ότι ούτε τα αφεντικά ξέρουν ακριβώς τι να κάνουν. Όσο η κερδοφορία του κεφαλαίου δεν αποκαθίσταται αποτελεσματικά προσπαθούν με σπασμωδικές κινήσεις (π.χ. τα πακέτα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα κράτη που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα) να βγάλουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό από το τέλμα. Ωστόσο καμία μακροπρόθεσμη λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, κανένα νέο πεδίο κερδοφορίας που θα ξαναβάλει μπροστά την καπιταλιστική μηχανή. Το μόνο που απομένει είναι τα κέρδη να προέλθουν από την περαιτέρω συμπίεση του κόστους της εργασίας. Με ένα κρίσιμο πλέον τρόπο, ο στόχος για τα αφεντικά είναι η έξοδος από την κρίση να περάσει από πάνω μας.

Και πράγματι, με βάση την πολιτική του χρέους, τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες μιας επίθεσης που εξαπολύεται ενάντια στους εκμεταλλευόμενους, επίθεση που κατά τα φαινόμενα θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. Το δημόσιο χρέος ασκεί ένα ρόλο πειθαρχικό: χρησιμεύει ως άξονας πίεσης με σκοπό την αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής σχέσης εντός του έθνους-κράτους μέσα στα πλαίσια του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Από τις απαρχές της η ΟΝΕ συγκροτήθηκε γύρω από την έννοια της δημοσιονομικής προσαρμογής (με κριτήρια σύγκλισης ετήσιο έλλειμμα του εθνικού προϋπολογισμού μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος μικρότερο από 60% του ΑΕΠ). Αυτή η ιστορία της  δημοσιονομικής προσαρμογής εξασφάλιζε ότι, με την αδυναμία υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, όλη η προσαρμογή στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης θα προερχόταν από την εργασία. Η τωρινή δύσκολη διεθνής συγκυρία προσφέρει στα αφεντικά την ευκαιρία ώστε αυτή η αναδιάρθρωση να προχωρήσει με επιταχυνόμενο ρυθμό. Στα μέτρα που τώρα «επιβάλλει» με ένα βάρβαρο τρόπο το ΔΝΤ αντανακλώνται πολιτικές που προωθούνται εντός της ΕΕ την τελευταία εικοσαετία. Επομένως, και παρά τη φιλολογία περί κατοχής της Ελλάδας από ξένες δυνάμεις, στη συμμετοχή του ΔΝΤ στη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού χρέους βλέπουμε μια διεθνή συμμαχία των αφεντικών με σκοπό να προωθήσουν τα συμφέροντά τους εναντίον μας.

Η οικονομική κρίση με τη μορφή της κρίσης του χρέους παρέχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι προσδένει την εργατική τάξη στα συμφέροντα του κεφαλαίου μέσω της ιδεολογίας του «εθνικού συμφέροντος». Τόσο η ΟΝΕ όσο και το ΔΝΤ ως υπερεθνικοί σχηματισμοί ελέγχου του χρέους λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Καθώς δεν είναι τα ίδια που εξασκούν τη δημοσιονομική πολιτική, αποποιούνται των ευθυνών της και μετακυλούν το πολιτικό κόστος αποκλειστικά στο έθνος-κράτος. Έτσι περιορίζουν τις κοινωνικοταξικές συγκρούσεις σε εθνικό επίπεδο, διατηρώντας τη θεσμική απόσταση από τις εργατικές τάξεις που δυσκολεύονται να ενοποιήσουν την αντίστασή τους. Από την άλλη, το έθνος κράτος μέσα από αυτό το σχήμα έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει τον εαυτό του ως έναν απλό εκτελεστή εντολών που προέρχονται από κάτι ανώτερο, πιο δυνατό. Μέσω του δημόσιου χρέους η εσωτερική αναγκαιότητα της αναδιάρθρωσης προβάλλει ως εξωτερικά επιβαλλόμενη αναγκαιότητα – από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το ΔΝΤ. Η αποπληρωμή του δημόσιου χρέους παρουσιάζεται ως εθνικό ζήτημα, μια έκτακτη ανάγκη που καλεί την εργατική τάξη σε εθνική συσπείρωση. «Όλοι φταίξαμε, όλοι πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι για να πληρώσουμε και να σώσουμε τη χώρα μας.» Πάνω σε αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο είναι πιο εύκολο να επιβληθούν τα μέτρα που θα ελαττώσουν το κόστος της εργασίας (π.χ. περικοπές μισθών), να μειωθούν οι δαπάνες που έχουν κοινωνική κατεύθυνση και τελικά να επιτευχθεί η μεγαλύτερη μεταφορά πλούτου προς το κεφάλαιο.

Το ερώτημα είναι αν η εργατική τάξη θα υποχωρήσει μπροστά σε αυτή τη συντονισμένη επίθεση που δέχεται. Αν θα πειστεί με τις ρητορείες περί εθνικού συμφέροντος, αν θα βιώσει την ένταση των διαχωρισμών εντός της, αν θα αντέξει την καταστολή των αγώνων της, αν τελικά θα δεχθεί να αναπροσαρμοστεί στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ή αν μέσα από τους αγώνες για τη μη αύξηση της εκμετάλλευσής μας θα αναδυθούν τα στοιχεία εκείνα που θα μας πάνε ένα βήμα παραπέρα. Αν θα καταφέρουμε να οργανώσουμε την αντίστασή μας από τα κάτω, προτάσσοντας την αυτοοργάνωση και τις συλλογικές αποφάσεις, αρνούμενοι τη διαμεσολάβηση των αγώνων μας ούτε από ξεπουλημένες εργατικές ηγεσίες, ούτε από αυτούς που μιλούν στο όνομά μας, ξέροντας καλύτερα από μας για μας. Αν θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τους διαχωρισμούς ανάμεσά μας και να δημιουργήσουμε πραγματικές δομές κοινωνικής αλληλεγγύης. Αν θα βρούμε ένα τρόπο να μιλήσουμε για την ικανοποίηση των αναγκών μας ως πρώτη προτεραιότητα και ανεξαρτήτως κόστους. Αν για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών θα φτιάξουμε δομές που αμφισβητούν την εξουσία του καπιταλισμού πάνω στις ζωές μας. Αν θα βαθύνουμε την κριτική μας και σε άλλες κοινωνικές σχέσεις. Αν θα αμφισβητήσουμε τη νομιμότητα αυτού του συστήματος. Αν θα επιτεθούμε εμείς.

Written by factoryfanet

12 Ιουλίου, 2010 στις 12:08 μμ

Αναρτήθηκε στις 01 τεύχος, κρίση

Σχολιάστε